-
1 назад
επίρ.πίσω, προς τα πίσω•сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•
пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•
поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•
заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•
взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•
взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•
два дня тому назад πριν δυό μέρες•
с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•
год назад ένα χρόνο πριν•
отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•
туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.
-
2 откинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•откинуть камни с дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο•
откинуть на-зэ.д ρίχνω πίσω.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω, αποποιούμαι, απαρνούμαι κάτι. || ξεπερνώ, υπερνικώ. || αφήνω, δε συμπεριλαβαίνω στο λογαριασμό, δε λογαριάζω. || μεταρρίπτω•откинуть макароны на дуршлаг αδειάζω τα μακαρόνια στο στραγγιστήρι.
2. (στρατ.) ανατρέπω βγάζω από τις θέσεις, τα οχυρά.3. μετακινώ ανεβάζω ή κατεβάζω•откинуть крышку рояля σηκώνω το κάλυμμα του πιάνου•
откинуть борт грузовика κατεβάζω το πλαϊνό του φορτηγού αυτοκίνητου.
|| μετακινώ απότομα, αναμερίζω•откинуть занавеску αναμερίζω το κουρτινάκι..
(για κεφάλι, χέρια, πόδια) ρίχνω, γυρίζω, γέρνω προς τα πίσω.1. ανοίγω απότομα.2. γέρνω, κλίνω προς τα πίσω•он -лся, упираясь на ст-ну αυτός έγειρε προς τα πίσω, στηριζόμενος στον τοίχο.
-
3 назад
назад 1) πίσω, προς τα πίσω' пойдёмте \назад ας επιστρέψουμε ( πίσω) 2) (о сроке): год (тому) \назад πριν ένα χρόνο, εδώ και ένα χρόνο* * *1) πίσω, προς τα πίσωпойдёмте наза́д — ας επιστρέψουμε (πίσω)
2) ( о сроке)год (тому́) наза́д — πριν ένα χρόνο, εδώ και ένα χρόνο
-
4 взад
επίρ.(για κίνηση) προς τα πίσω•и вперед προς τα πίσω και μπροστά•
ни взад ни вперед ούτε προς τα πίσω ούτε προς τα μπρος.
-
5 обратно
обратно προς τα πίσω, αντίστροφα* идти \обратно γυρίζω πίσω, επιστρέφω· вернуть \обратно επιστρέφω* * *προς τα πίσω, αντίστροφαидти́ обра́тно — γυρίζω πίσω, επιστρέφω
верну́ть обра́тно — επιστρέφω
-
6 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
7 обратно
επίρ.αντίστροφα, αντίθετα- ανα δρομικά•повернуть обратно γυρίζω πίσω•
течь αναρρέω, παλιρροώ•
обратно пропорциональный αντιστρόφως ανάλογα.
|| πίσω, προς τα πίσω•идти обратно πηγαίνω πίσω (επιστρέφω)•
взять (получить) обратно παίρνω πίσω.
|| πάλι ξανά•пришл и обратно ушл ήρθε και ξανά έφυγε.
-
8 назад
назаднареч (ό)πίσω, ὀπισθεν:шаг \назад ἕνα βήμα (προς τά) πίσω· возвращаться \назад γυρίζω πίσω· брать \назад παίρνω πίσω· ◊ два года тому́ \назад ἐδῶ καί δυό χρόνια, πρίν ἀπό δυό χρόνια. -
9 рассеяние
1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασποράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние
-
10 подаваться
подавать||ся1. (сдвинуться) κινιέμαι, μετατοπίζομαι / ὑποχωρώ (уступить напору):дверь не подается ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει· \подаватьсяся вперед προχωρώ προς τά ἐμπρός· \подаватьсяся назад κι-νοῦμαι προς τά πίσω, κάνω πίσω·2. (уступать просьбам) ὑποχωρώ, ἐνδίδω·3. (отправляться) разг πηγαίνω, τραβώ γιά, φεύγω γιά:\подаватьсяся на юг τραβώ γιά τά νότια μέρη. -
11 впятить
впячу, впятишь, ρ.σ.μ. (απλ.) βάζω μέσα με κίνηση προς τα πίσω•-ли машину в гараж έβαλαν το αυτοκίνητο στο γκαράζ με σπρώξιμο προς τα πίσω.
-
12 вспять
επίρ.προς τα πίσω, όπισθεν•повернуть вспять γυρίζω προς τα πίσω.
-
13 запятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запяченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. νανώ, σπρώχνω προς τα πίσω•запятить телегу σπρώχνω το αμάξι, προς τα πίσω.
2. χώνω, σπρώχνω μέσα. -
14 взад
взаднареч разг προς τά πίσω, ὀπίσω:ходить \взад и вперед πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω μπρος καί πίσω· ни \взад, ни вперед οὔτε μπρος οὔτε πίσω. -
15 обратно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обратно
-
16 откидываться
откидывать||сяγέρνω πίσω, κλίνω προς τά πίσω. -
17 осадить
осадить 1-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -дена, -дешρ.σ.μ.1. πολιορκώ•осадить город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο.
|| συνωστίζομαι, συνωθούμαι γύρω περικυκλώνω.2. ενοχλώ, παραζαλίζω, παρασκοτίζω βομβαρδίζω (με ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).осадить 2-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. μπήγω, χώνω•осадить сваю μπήγω πάσσαλο.
2. κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει.осадить 3(γραμμ. στοιχεία βλ. осадить 2).1. αναχαιτίζω, συγκρατώ. || σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. || υποχρεώνω σε πισωδρόμηση•-и назад κάνε πίσω.
2. μτφ. διακόπτω• επαναφέρω στην τάξη. -
18 отлететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•-ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•
-ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.
2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.
3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•подошва -ла η σόλα βγήκε•
пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.
|| απομακρύνομαι• αφίπταμαι. -
19 отхлынуть
ρ.σ. (για νερό, κύματα κ.τ.τ.)• ξεχύνομαι, εκρέω προς τα πίσω. || μτφ. (για πλήθος ανθρώπων)• γυρίζω πίσω, υποχωρώ, αποσύρομαι γρήγορα. -
20 обзорность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обзорность
См. также в других словарях:
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek